- διμερής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, επίρρ. -ώς αυτός που έχει δύο μέρη: Τα δύο κράτη υπέγραψαν διμερή συμφωνία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διμερής — bipartite masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερής — ές (AM διμερής) 1. αυτός που αποτελείται από δύο μέρη 2. αυτός που διαιρείται σε δύο μέρη νεοελλ. αυτός που γίνεται με τη συνεργασία ή τη συμφωνία δύο μερών («διμερής σύσκεψη», «διμερής συνθήκη») … Dictionary of Greek
διμερῆ — διμερής bipartite neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διμερής bipartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) διμερής bipartite masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερεῖ — διμερής bipartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) διμερής bipartite masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερεῖς — διμερής bipartite masc/fem acc pl διμερής bipartite masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερές — διμερής bipartite masc/fem voc sg διμερής bipartite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμεροῦς — διμερής bipartite masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερῶν — διμερής bipartite masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διμερῶς — διμερής bipartite adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek